διόρθωμα

διόρθωμα
το (AM διόρθωμα) [διορθώ]
1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση
2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση
νεοελλ.
1. επισκευή, επιδιόρθωση
2. τιμωρία
αρχ.
1. όργανο ή μέσο για διόρθωση
2. (για νόμο) τροποποίηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διόρθωμα — making straight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διόρθωμα — το η επισκευή, η απαλλαγή από λάθη: Το γραπτό χρειάζεται διόρθωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διορθωμάτων — διόρθωμα making straight neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθώματα — διόρθωμα making straight neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθώματι — διόρθωμα making straight neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθώματος — διόρθωμα making straight neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανόρθωση — η 1. η ανόρθωση ξανά, η επαναφορά πράγματος στην προηγούμενη θέση του, αναστήλωση. 2. μτφ., διόρθωση λάθους, ανασκευή ανακρίβειας, διόρθωμα. 3. αποζημίωση, υλική ή ηθική ικανοποίηση. 4. σχήμα λόγου, με το οποίο ο ομιλητής διορθώνει λέξη ή φράση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλυτέρεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλυτερεύω, διόρθωμα, φτιάξιμο: Δε βλέπω καλυτέρεμα της υγείας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλυτέρευση — η βελτίωση, διόρθωμα, φτιάξιμο: Η μετεωρολογική υπηρεσία μίλησε για καλυτέρευση του καιρού από αύριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”